- ἐπιφαρμάσσειν
- ἐπιφαρμάσσωapply medicine again topres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιφαρμάσσω — ἐπιφαρμάσσω και αττ. τ. ἐπιφαρμάττω (Α) μεταχειρίζομαι ξανά ένα φάρμακο («οὐκ ἀκίνδυνον ἐπιφαρμάσσειν τὰ σπλάγχνα ἤδη πεφαρμαγμένα», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φαρμάσσω «θεραπεύω με φάρμακα, κάνω φαρμακευτική αγωγή» (< φάρμακον)] … Dictionary of Greek